αποπληκτος

αποπληκτος
    ἀπόπληκτος
    ἀπό-πληκτος
    2
    1) разбитый параличом Her.
    

ἀ. ἐγένετο τὰς γνάθους Arph. — у него отнялись челюсти, т.е. он онемел

    2) отупевший, тупоумный, слабоумный Her., Soph., Dem., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποπληκτος" в других словарях:

  • απόπληκτος — ἀπόπληκτος, ον (Α) [αποπλήσω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος 2. εμβρόντητος 3. ανόητος 4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» άλαλος, μουγγός 5. «ἀπόπληκτοι» νόσοι που προκαλούν αποπληξία …   Dictionary of Greek

  • απόπληκτος, -η, -ο — και χτος, η, ο αυτός που έπαθε αποπληξία: Ήταν απόπληχτος, γι αυτό και δε μιλούσε καθαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπόπληκτος — disabled by a stroke masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτότερον — ἀπόπληκτος disabled by a stroke adverbial comp ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc acc comp sg ἀπόπληκτος disabled by a stroke neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπόπληκτος — ἀπόπληκτος , ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπλήκτως — ἀπόπληκτος disabled by a stroke adverbial ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπληκτον — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem acc sg ἀπόπληκτος disabled by a stroke neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτότερος — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπλήκτοις — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπλήκτοισι — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπλήκτου — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»