απόπληκτος — ἀπόπληκτος, ον (Α) [αποπλήσω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος 2. εμβρόντητος 3. ανόητος 4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» άλαλος, μουγγός 5. «ἀπόπληκτοι» νόσοι που προκαλούν αποπληξία … Dictionary of Greek
απόπληκτος, -η, -ο — και χτος, η, ο αυτός που έπαθε αποπληξία: Ήταν απόπληχτος, γι αυτό και δε μιλούσε καθαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπόπληκτος — disabled by a stroke masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτότερον — ἀπόπληκτος disabled by a stroke adverbial comp ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc acc comp sg ἀπόπληκτος disabled by a stroke neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπόπληκτος — ἀπόπληκτος , ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήκτως — ἀπόπληκτος disabled by a stroke adverbial ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπληκτον — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem acc sg ἀπόπληκτος disabled by a stroke neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτότερος — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήκτοις — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήκτοισι — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήκτου — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)